ξάγι

ξάγι
το (ΑΜ εξάγιον, Μ και εξάγι[ν] και αξάγι[ν] και ξάγι[ν] και ξάγιο)
νεοελλ.
1. κόσκινο ή άλλο δοχείο ορισμένης χωρητικότητας με το οποίο μετρείται το ποσοστό τού αλέσματος που κατακρατείται από τον μυλωνά ως δικαίωμα για την άλεση
2. η αμοιβή τού μυλωνά, τα αλεστικά
3. μονάδα χωρητικότητας, μέτρο δημητριακών καρπών το οποίο ισοδυναμεί με το ήμισυ τού κοιλού, το (η)μίκοιλο
4. μέτρο πυρίτιδας και σφαιριδίων για τα κυνηγετικά όπλα
5. μέτρο για τη ζύγιση μεταξοσπόρου και άλλων πολύτιμων πραγμάτων, το οποίο ισοδυναμεί με το ένα έκτο τής ουγγιάς
μσν.
1. μέτρο βάρους
2. είδος νομίσματος
αρχ.
βάρος που χρησιμοποιούσαν κατά τους μεταγενέστερους χρόνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξάγιον με σίγηση τού αρκτικού φωνήεντος ε- < λατ. exagium «ζυγός, στάθμηση»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ξαγιάζω — [ξάγι] 1. (για μυλωνά) παίρνω μεγαλύτερη ποσότητα από αυτή που μού ανήκει για το άλεσμα τών δημητριακών που έκανα στον μύλο μου 2. μτφ. παίρνω κάτι με ύπουλο τρόπο, κρυφά, δόλια, κλέβω …   Dictionary of Greek

  • εξάγιον — και εξάγι και αξάγι και ξάγι, το (AM ἐξάγιον, Μ και ἐξάγι[ν] και ἀξάγι[ν] και ξάγι[ν]) βλ. ξάγι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”